- μάθημα
- το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) [μαθαίνω]καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.)νεοελλ.1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα τής φυσικής»)2. φρ. α) «κάνω μάθημα» — διδάσκω ή διδάσκομαιβ) «παίρνω μάθημα» — διδάσκομαιγ) «μού έγινε μάθημα» — απέκτησα εμπειρία από κάποιο σφάλμα που έκανα, συνετίστηκα3. παροιμ. «τα παθήματα μαθήματα» — οι ατυχίες σωφρονίζουν τον άνθρωπονεοελλ.-μσν.1. διδασκαλία, παράδοση («δεν μού αρέσει το μάθημά του»)2. συνήθεια, ιδίως κακή («τό πήρε μάθημα να ξενυχτάει»)2. στον πληθ. τα μαθήματαη σχολική εκπαίδευσημσν.1. μουσική πείρα2. μελέτη, σπουδή3. δόγμαμσν.-αρχ.γνώση, μόρφωση, παιδεία («μαθημάτων φρόντιζε μᾱλλον χρημάτωντὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῑ τὰ χρήματα», Φιλήμ.)αρχ.1. η αστρολογία2. μαγική τέχνη, μαγγανεία3. στον πληθ. τὰ μαθήματαοι μαθηματικές επιστήμες.
Dictionary of Greek. 2013.